συνδιατρίβω

συνδιατρίβω
Α
1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές τού Σωκράτους, Ξεν.)
2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς
3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διατρίβω «παραμένω, κατοικώ, περνώ την ώρα μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνδιατρίβω — συνδιατρί̱βω , συνδιατρίβω pass pres subj act 1st sg συνδιατρί̱βω , συνδιατρίβω pass pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρῖβον — συνδιατρίβω pass pres part act masc voc sg συνδιατρίβω pass pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιέτριβεν — συνδιατρίβω pass aor ind pass 3rd pl (epic) συνδιέτρῑβεν , συνδιατρίβω pass imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατριβῇ — συνδιατρίβω pass aor subj pass 3rd sg συνδιατριβή bring up together with fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρῖψαι — συνδιατρίβω pass aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνδιατρίψει — ξυνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass aor subj act 3rd sg (epic) ξυνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind mid 2nd sg ξυνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίβετε — συνδιατρί̱βετε , συνδιατρίβω pass pres imperat act 2nd pl συνδιατρί̱βετε , συνδιατρίβω pass pres ind act 2nd pl συνδιατρί̱βετε , συνδιατρίβω pass imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίβῃ — συνδιατρί̱βῃ , συνδιατρίβω pass pres subj mp 2nd sg συνδιατρί̱βῃ , συνδιατρίβω pass pres ind mp 2nd sg συνδιατρί̱βῃ , συνδιατρίβω pass pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίψει — συνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass aor subj act 3rd sg (epic) συνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind mid 2nd sg συνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίψω — συνδιατρί̱ψω , συνδιατρίβω pass aor subj act 1st sg συνδιατρί̱ψω , συνδιατρίβω pass fut ind act 1st sg συνδιατρί̱ψω , συνδιατρίβω pass aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”